φώσωνας

φώσωνας
και φώσσωνας, ο / φώσσων ή φώσων, -ωνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. φώσων Ν
νεοελλ.
ναυτ. το πάνω από τον δόλωνα τετράγωνο ιστίο, που φέρει σταυρωτές κεραίες, κν. παπαφίγκος
μσν.-αρχ.
ιστίο πλοίου
αρχ.
(στους Αιγυπτίους) χιτώνας από χονδρό λινό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, δάνειος στην Ελληνική, άγνωστης όμως προέλευσης. Το ερμήνευμα «αιγυπτιακός χιτώνας», που απαντά σε χωρίο τού Πολυδεύκη, είχε οδηγήσει στην υπόθεση ότι πρόκειται για λ. αιγυπτιακή, άποψη, όμως, που παραμένει ανεπιβεβαίωτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παπαφίγκος — και παπαφίγγος και μπα < ρίγγος, ο 1. τετράγωνο ιστίο πάνω από τον δόλωνα, ο φώσωνας 2. φρ. α) «πλωριός παπαφίγκος» το φωσώνιο β) «κόντρα παπαφίγκος» ο σιπαρός και το σιπάριο 3. παροιμ. «ήβρες ναύτη για τον παπαφίγκο» λέγεται ειρωνικά σε… …   Dictionary of Greek

  • φώσσωνας — ο / φώσσων, ωνος, ΝΜΑ βλ. φώσωνας …   Dictionary of Greek

  • κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”